- αποσβεστήρας
- ]-ήρ (-ήρος)], αποσβέστης ο огнетушитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσβεστήρας — ο διάταξη ελέγχου των ανεπιθύμητων κινήσεων στα αυτοκίνητα με ελατηριωτή ανάρτηση … Dictionary of Greek
αμορτισέρ — Διάταξη με προορισμό την ολική ή μερική απόσβεση κραδασμών που προέρχονται από κανονικές και μη κινήσεις των μηχανικών συστημάτων. (Ο όρος είναι γαλλικός, amortisseur, και αποδίδεται στα ελληνικά με τους όρους αποσβεστήρας κραδασμών, αποσβεστήρας … Dictionary of Greek
αεροτύλη — η τεχνολ. αποσβεστήρας συγκρούσεως μεταξύ τών βαγονιών τής ίδιας αμαξοστοιχίας. Η αεροτύλη λειτουργεί με βάση την ελαστική αντίδραση τού αέρα, που συμπιέζεται από ένα αεροστεγές έμβολο μέσα σε ισχυρό μεταλλικό κύλινδρο … Dictionary of Greek